- ἡμισαπής
- ἡμι-σᾰπής, ές, ([etym.] σήπομαι)A half-putrid, Hp.Morb.1.31, Gal.7.301, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ημισαπής — ἡμισαπής, ές (Α) αυτός που έχει σαπίσει κατά το ήμισυ, ο μισοσαπισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + σαπής (< σήπομαι «σαπίζω»), πρβλ. ακρο σαπής, α σαπής] … Dictionary of Greek
ἡμισαπῆ — ἡμισαπής half putrid neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἡμισαπής half putrid masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἡμισαπής half putrid masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμισαπεῖ — ἡμισαπής half putrid masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἡμισαπής half putrid masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμισαπεῖς — ἡμισαπής half putrid masc/fem acc pl ἡμισαπής half putrid masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμισαπές — ἡμισαπής half putrid masc/fem voc sg ἡμισαπής half putrid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμισαποῦς — ἡμισαπής half putrid masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμισαπῶν — ἡμισαπής half putrid masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek